ΞΕΚΙΝΗΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΤΑΡΙ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΥ
Στις 2 Φεβρουαρίου 1941 της Υπαπαντής, ο μακαριστός π. Λεωνίδας Παρασκευόπουλος καθόταν στο βιβλιοπωλείο της «Ζωής» σκεπτικός, όταν μπήκα αργα το απόγευμα εκεί. Χαιρέτησα και δίχως να μου δώσει εξηγήσεις, μου είπε να ανεβώ στο πατάρι του βιβλιοπωλείου να πω δυο λόγια σε λίγα παιδιά, που εκείνη τη στιγμη έτρωγαν για πρώτη φορά το φαγητό, που έφτιαξαν δυο – τρεις ευσεβείς γυναίκες για τα πτωχά αυτά παιδιά. Τα περισσότερα είναι φοιτητές, μου είπε, και το συσσίτιο θα επαναλαβάνεται κάθε απόγευμα.
Εκείνη τη στιγμη έτρωγαν ευχαριστημένα το ζεστό καλομαγειρεμένο φαγητό και τούς είπα λίγα λόγια. Είχα μάθει πως μερικές χριστιανές είχαν φέρει μερικά σακκουλάκια όσπρια, λίγες πατάτες και κρεμμύδια, για να γίνει αυτό το πρώτο συσσίτιο.
Επάνω στο πατάρι, σε μια άκρη, υπήρχαν και λίγες ακόμα προμήθειες. Τις πρόσεξα καλά και υπολόγισα πως δεν θα έφταναν τα τρόφιμα αυτά ούτε για μία εβδομάδα.
Όταν κατέβηκα κάτω, για να φωνάξω τον π. Λεωνίδα, τόλμησα να πω στο Γεροντα μου:
Πατερ, τα όσπρια και το λάδι, από ο,τι είδα, νομίζω πως μετά βίας θα καλύψουν το φαγητό μιας εβδομάδος και εμείς τούς υποσχεθήκαμε ότι θα τρώνε κάθε απόγευμα.
Εκείνος με άκουσε και κοιτώντας με βλέμμα αυστηρό, υψώνοντας τη φωνή του μου είπε:
Τετοια πίστη έχεις; Εμείς τα φέραμε αυτά; Αυτός θα φροντίσει για τη συνέχεια.
Τα επτά παιδιά αυξήθηκαν και χωρίς να το φανταζόμαστε, οι εστίες έγιναν επτά και τα σιτιζόμενα παιδιά έφτασαν τον απίστευτο αριθμό των επτά χιλιάδων…